- ἀμφοτερότης
- ἀμφοτερότης, ητος, ἡ,A duality, etym. of Ἀμφιτρίτη, Sch.Opp.H. 1.385.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφοτερότης — ἀμφοτερότης, ητος, η (Α) [ἀμφότεροι] η ιδιότητα του να είναι κανείς και τα δύο ή να έχει και τα δύο … Dictionary of Greek
ἀμφοτερότητα — ἀμφοτερότης duality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… … Dictionary of Greek